- περιβάληται
- она оделась
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
περιβαλῆται — περιβάλλω throw round fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβάληται — περιβάλλω throw round aor subj mp 3rd sg περιβά̱ληται , περιβάλλω throw round aor subj mid 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)